- ομόχρωμος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμόχρωμος, -ον)αυτός που έχει τον ίδιο χρωματισμό με άλλον, ομοχρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. μονό-χρωμος, πολύ-χρωμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμόχρωμον — ὁμόχρωμος masc/fem acc sg ὁμόχρωμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμόχρωμοι — ὁμόχρωμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοχρωμία — η [ομόχρωμος] η ομόχροια, η ιδιότητα τού ομόχρωμου, η ομοιότητα τού χρώματος … Dictionary of Greek
ομοχρώματος — ὁμοχρώματος, ον (Α) ομόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρώματος (< χρώμα, ατος), πρβλ. μονο χρώματος] … Dictionary of Greek
ομόχρους — ουν (ΑΜ ὁμόχρους, ουν και οος, οον) αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με άλλον, ομόχρωμος μσν. αρχ. αυτός που έχει ένα και το αυτό χρώμα, μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρους (< χροος < χρώς «επιδερμίδα, χρώμα»), πρβλ. κακό χρους] … Dictionary of Greek
ομόχρως — ὁμόχρως, ων (Α) ομόχρωμος, ομοχρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + χρως (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. ετερό χρως, πολύ χρως] … Dictionary of Greek